συγκάηκα

συγκάηκα
παθ. αόρ. от συγκαίω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συγκάηκα" в других словарях:

  • συγκαίομαι — συγκάηκα, συγκαμένος, ερεθίζεται το δέρμα μου λόγω τριβής: Συγκάηκε η μασχάλη μου. – Τι περπατάς σαν συγκαμένος; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκαί(γ)ομαι — συγκαί(γ)ομαι, συγκάηκα, συγκαμένος βλ. πίν. 162 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»