συγκάηκα
Смотреть что такое "συγκάηκα" в других словарях:
συγκαίομαι — συγκάηκα, συγκαμένος, ερεθίζεται το δέρμα μου λόγω τριβής: Συγκάηκε η μασχάλη μου. – Τι περπατάς σαν συγκαμένος; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκαί(γ)ομαι — συγκαί(γ)ομαι, συγκάηκα, συγκαμένος βλ. πίν. 162 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής